Οι Οικολόγοι Πράσινοι θεωρούν κεντρικό ζήτημα τη φορολόγηση του πλούτου με βασικό χαρακτηριστικό το προσωπικό αφορολόγητο που καθορίζεται αθροιστικά από ό,τι έχει ο καθένας - φυσικό ή νομικό πρόσωπο - δηλώσει ως εισόδημα, ώστε με αυτόν τον τρόπο να εστιάζει στη σύλληψη μέρους της φοροδιαφυγής και να επιβραβεύει το συνεπή φορολογούμενο.
Γιατί άραγε υποστηρίζουν τη φορολόγηση του πλούτου οι Οικολόγοι;
Γιατί η φορολόγηση του πλούτου έχει ισχυρή περιβαλλοντική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική διάσταση. Στο πρώτο μέρος θα περιγράψω την περιβαλλοντική και πολιτική διάσταση ενώ στο δεύτερο την οικονομική και κοινωνική για να καταλήξω στο γιατί η φορολόγηση του πλούτου είναι ανταποδοτική και στους πλούσιους.
Η ισχυρή περιβαλλοντική διάσταση της φορολόγησης του πλούτου
Ο πλούτος συνδέεται τόσο με την κλιματική αλλαγή όσο και με τη ρύπανση του περιβάλλοντος και την εξάντληση των φυσικών πόρων. Τόσο οι πλούσιες κοινωνίες, όσο και οι πλούσιοι μέσα στις κοινωνίες, συμβάλλουν με συντριπτικά πολλαπλάσιο ρυθμό στην περιβαλλοντική υποβάθμιση μέσα από την πρωτογενή και δευτερογενή κατανάλωση ενέργειας, αγαθών και πόρων ταυτόχρονα κι έτσι η κατανάλωση, ως συνάρτηση του πλούτου, γίνεται ένας από τους βασικούς ενόχους για τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Για παράδειγμα, οι πλούσιοι όχι μόνο έχουν περισσότερα, μεγαλύτερα, πιο ενεργοβόρα αυτοκίνητα, σπίτια, ταξίδια, τρόπους ψυχαγωγίας, αλλά και περισσότερη καθημερινή - και πολυτελή - αγορά προϊόντων, άρα και πολύ περισσότερα σκουπίδια, καυσαέρια και απόβλητα.
Από την άλλη, ο ίδιος ο πλούτος είναι αποτέλεσμα παραγωγικών διαδικασιών προϊόντων και εκμετάλλευσης φυσικών πόρων που αποτελούν την κύρια πηγή του περιβαλλοντικού προβλήματος. Δηλαδή στη βιομηχανική παραγωγική διαδικασία καταναλώνονται ως πρώτες ύλες αλλά και για συσκευασία ενέργεια, νερό, ορυκτά καύσιμα, δάση και άλλοι φυσικοί πόροι και επιπλέον παράγονται ρύποι σε νερά, αέρα, εδάφη, οικοσυστήματα και τροφική αλυσίδα. Η ρύπανση συνεχίζεται και στη διάρκεια ζωής των προϊόντων, όπως πχ από τη συσκευασία ενός αφρόλουτρου, την ενέργεια που καταναλώνει ένα κλιματιστικό, μια μπαταρία μετά τη χρήση, τον καπνό, τη γόπα ενός τσιγάρου, το καυσαέριο ενός αυτοκινήτου και δυστυχώς από μια σειρά τέτοιων ενδεικτικών παραδειγμάτων. Αν δούμε και τους άλλους τομείς που δίνουν πλούτο στις επιχειρήσεις στο χώρο των υπηρεσιών, όπως οι μεταφορικές εταιρείες και οι εταιρείες ηλεκτρισμού, που έχουν μεγάλη συμβολή στη ρύπανση του περιβάλλοντος και στην κατανάλωση ενεργειακών μη ανανεώσιμων πόρων, θα κατανοήσουμε ότι η δημιουργία του πλούτου άμεσα ή έμμεσα, πρωτογενώς ή δευτερογενώς, συνδέεται σε σημαντικό βαθμό με την καταστροφή ή έστω την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Για παράδειγμα, είναι τεκμηριωμένο από διεθνείς οργανισμούς ότι το 80% της κλιματικής αλλαγής οφείλεται στους 25% πιο πλούσιους αυτού του πλανήτη.
Τέλος, ο πλούτος δημιουργεί ένα πρότυπο ζωής και κατανάλωσης στην κοινωνία και τις κοινωνίες σύμφωνα με το οποίο ο καθένας έχει στόχο να γίνει πλούσιος σε υλικά αγαθά, όπως να αποκτήσει, δεύτερο, μεγαλύτερο, πιο γρήγορο πιο χλιδάτο, αυτοκίνητο, σπίτια, ταξίδια, ψυχαγωγία, που είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά στο περιβάλλον από την παραγωγή και τη χρήση ως και την απόρριψή τους. Και παρότι ο καπιταλισμός είναι πιο στενά συνδεδεμένος με τον πλούτο, οι σοσιαλιστικές κοινωνίες δεν ήταν λιγότερο επιβαρυντικές στο περιβάλλον, αφού παρά το χαμηλότερο βαθμό κατανάλωσης κι έτσι τη μικρότερη ατομική συμβολή στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, στον τομέα κυρίως της παραγωγής το οικολογικό αποτύπωμά τους ήταν βαρύ.
Φυσικά, ακόμα και αν με το πρασίνισμα της οικονομίας η συμβολή του πλούτου έπαυε να είναι ένας ρυθμιστικός παράγοντας του οικολογικού προβλήματος, οι Οικολόγοι Πράσινοι θα ζητούσαν τη φορολόγησή του γιατί η περιβαλλοντική βιωσιμότητα δεν είναι εφικτή χωρίς την κοινωνική, οικονομική και πολιτική βιωσιμότητα.
Η πολιτική διάσταση της φορολόγησης του πλούτου
Η φορολόγηση του πλούτου αποτελεί τόσο δείκτη διαφάνειας και ουσιαστικής λειτουργίας της δημοκρατίας όσο και ενισχυτικό παράγοντά τους, καθώς με αυτή αποδυναμώνεται ο πολιτικός έλεγχος από τους οικονομικά ισχυρούς.
Η μη φορολόγηση των πλουσίων και η ύπαρξη «νόμιμων παράθυρων» για φοροαποφυγή, αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα της δυνατότητας άσκησης πίεσης και ουσιαστικά εκβιασμού λίγων ισχυρών έναντι των πολλών. Είτε γίνεται με την επιλεκτική εφαρμογή των νόμων και των πολιτικών, δηλαδή σε παράβαση, μη τήρηση ή πλημμελή τήρηση των νόμων (πχ λίστα Λαγκάρντ, πλημμελή έλεγχο), ή δεν υιοθετούνται υποτίθεται λόγω τεχνικών αδυναμιών (όπως η μη εφαρμογή ενιαίου φόρου ακινήτων επί περιουσιολογίου, συνεχίζοντας το χαράτσι λόγω μη τεχνικής ετοιμότητας), είτε γίνονται ανεκτά σχήματα φοροδιαφυγής όπως οι υπεράκτιες εταιρίες χωρίς αντιμετώπιση, είτε νομοθετικά προστατεύεται με απόρρητα και ασυλίες. Αλλά κυρίως με την ανυπαρξία σωρρευτικού προοδευτικού φόρου επί του πλούτου αυτού καθεαυτού.
Ακριβώς λοιπόν η δύναμη που διαθέτει ο πλούτος για διακριτική μεταχείριση από την εξουσία, πρέπει να περιορίζεται. Αυτός ο περιορισμός -ή μη- αποτελεί και δείκτη διαπλοκής με την πολιτική εξουσία και ελέγχου της τελευταίας. Η αναδιανομή του πλούτου δίνει την ευκαιρία στους πολίτες να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή στη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος μέσα από την παιδεία, την πληροφόρηση, την κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών λειτουργιών και των συμμετοχικών θεσμών.
Η φορολόγηση του πλούτου αποτελεί μια πράσινη πολιτική προτεραιότητα αιχμής για να σταματήσει άμεσα η άδικη υπερφορολόγηση με το αντικοινωνικό μέτρο του χαρατσιού στην εποχή της κρίσης.
H ανακατανομή του πλούτου βοηθάει στην αναζωογόνηση της οικονομίας, καθώς απεγκλωβίζει την ενεργητικότητα στην οικονομία και αναπαράγει την τοπική ζήτηση, ενισχύοντας την απασχόληση, το εισόδημα και την επιχειρηματικότητα μέσα από:
Τη μεγαλύτερη ροπή κατανάλωσης που έχουν τα χαμηλότερα εισοδηματικά νοικοκυριά σε σχέση με τα υψηλότερα. Δηλαδή τα φτωχότερα νοικοκυριά ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε σχέση με τα πιο εύρωστα νοικοκυριά που, ικανοποιώντας της βασικές ανάγκες έστω και με πιο πλούσιο τρόπο, έχουν περισσότερο αναλογικά περίσσευμα που αποταμιεύουν ή επενδύουν σε χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Τα χαμηλότερα εισοδηματικά νοικοκυριά ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε τοπικές συναλλαγές, τοπικές υπηρεσίες και τοπικά προϊόντα ενισχύοντας την τοπική οικονομία.
Η ανακατανομή του εισοδήματος από τους λίγους πλούσιους στους πολλούς φτωχούς όχι μόνο αυξάνει το εισόδημα που ξοδεύεται στην οικονομία, αλλά αυξάνει και τον αριθμό των συναλλαγών του κύκλου των χρημάτων πετυχαίνοντας μεγαλύτερη συνολική αύξηση εισοδήματος για την κοινωνία ανά κάθε μονάδα χρήματος της οικονομίας. Με απλά λόγια, περισσότεροι θα αγοράσουν ψωμί από περισσότερους φούρνους οι οποίοι με την σειρά τους θα αγοράσουν φρούτα από μανάβικα και αυτοί θα κουρευτούν και οι κουρείς θα απευθυνθούν σε ηλεκτρολόγους και αυτοί σε γιατρούς και αυτοί θα πάνε σε θέατρα και οι ηθοποιοί θα αγοράσουν ρούχα.
Η χρηματοδότηση από τη φορολόγηση δημοσίων αγαθών και υποδομών μειώνουν το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και αυξάνουν τις δυνατότητές τους. Για παράδειγμα: Η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση προσφέρει φθηνότερο και περισσότερο καλά εκπαιδευμένο προσωπικό. Το δημόσιο σύστημα υγείας προσφέρει μεγαλύτερη παραγωγικότητα των εργαζομένων και μειώνει το κόστος των επιχειρήσεων στην περίθαλψη των εργαζομένων. Τα μαζικά Μέσα Μεταφοράς μειώνουν το κόστος πρόσβασης για τους πελάτες και εργαζόμενους. Οι δρόμοι, τα τηλεπικοινωνιακά κλπ δίκτυα, η ύδρευση, η αποχέτευση κ.ο.κ μειώνουν το κόστος λειτουργίας και παραγωγής των επιχειρήσεων και αυξάνουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε πρώτες ύλες και αγορές. Η περιβαλλοντική προστασία θωρακίζει την ποιότητα των πρώτων υλών και βελτιώνει την ποιότητα και παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Το αναγκαίο ελάχιστο ύψος των κεφαλαίων για επιχειρηματικότητα το συγκεντρώνουν όλο και λιγότεροι όταν διευρύνεται η ψαλίδα πλούσιων φτωχών, με αποτέλεσμα λιγότερες επιχειρηματικές προσπάθειες. Ταυτόχρονα το άνοιγμα της ψαλίδας μειώνει την προσδοκώμενη μέση απόδοση/επιτυχία της επιχειρηματικότητας μειώνοντας περαιτέρω την επιχειρηματικότητα.
Το άνοιγμα της ψαλίδας πνίγει την οικονομική δραστηριότητα δημιουργώντας ανεργία, μείωση εισοδημάτων που δημιουργούν κοινωνικό περιβάλλον και ψυχολογία που δυσκολεύει την ενεργητικότητα της οικονομίας επιδεινώνοντας του όρους και προϋποθέσεις της οικονομικής δραστηριότητας.
Έτσι, η αναδιανομή του εισοδήματος από τους λίγους πλούσιους στους πολλούς φτωχότερους είναι ευεργετική για την οικονομία και βοηθάει στην ανατροφοδότηση του οικονομικού συστήματος και στη μείωση των κρίσεων μέσα σ' αυτό.
Η φορολόγηση του πλούτου αποτελεί σημαντική κοινωνική πολιτική συνοχής, καθώς όχι μόνο δίνει πόρους ώστε να ενισχύονται κοινωνικά αγαθά όπως η δημόσια παιδεία, υγεία, πρόνοια, μεταφορές κλπ, αλλά και με την ανακατανομή του εισοδήματος που επιτυγχάνει, συμβάλλει στην κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς ένα μέρος του κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους παραγωγής του πλούτου επιστρέφει στην κοινωνία.
Η κοινωνική διάσταση της φορολόγησης του πλούτου
Η πολιτική οικολογία που έχει σαν στόχο τη βιώσιμη ευημερία των ανθρώπων, αναγνωρίζοντας την αποφασιστικότητα της συμβολής του περιβάλλοντος και της οικολογικής ισορροπίας σε αυτήν, βιώνει και προτάσσει την οικολογική προτεραιότητα που συχνά μοιάζει είτε να επισκιάζει είτε να παραγνωρίζει την αφετηριακή κοινωνική διάσταση της πολιτικής οικολογίας. Δηλαδή με απλά λόγια, η κοινωνική βιωσιμότητα είναι ο πρώτος στόχος αναγκαίο μέρος της οποίας είναι και η οικολογική βιωσιμότητα. Οπότε και στην βάση της κοινωνικής βιωσιμότητας η φορολόγηση του πλούτου είναι πιο εύκολα κατανοητή πολιτική προτεραιότητα αιχμής, όχι μόνο τώρα στην εποχή της κρίσης.
Η φορολόγηση του πλούτου και η αναδιανομή του εισοδήματος εξυπηρετεί την ενίσχυση της απασχόλησης τόσο μέσα από την οικονομία με την αναζωογόνηση της, όσο και μέσα από τις δημόσιες επενδύσεις αλλά και τις επιδοτήσεις ενίσχυσης της τοπικής οικονομίας και της απασχόλησης. Με τη στήριξη της ανεργίας και των κοινωνικά αποκλεισμένων με επιδόματα και με δημόσια αγαθά, έχουμε σαφή ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Έτσι οι δημόσιες πολιτικές για την εκπαίδευση, υγεία, οικισμό, μεταφορές, πολιτισμό, πρόνοια, δικαιοσύνη, ασφάλεια και προστασία του περιβάλλοντος είναι πολιτικές που, στο βαθμό που προσανατολίζονται αποτελεσματικά και στους πιο αδύναμους στην κοινωνία, αποτελούν τους βασικούς μηχανισμούς κοινωνικής συνοχής, αλληλεγγύης και δικαιοσύνης.
Η κοινωνική συνοχή από μόνη της, αλλά και συνδυασμένα με τη περιβαλλοντική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική ευημερία, ωφελεί όλους στην κοινωνία και όσο μεγαλύτερο είναι το όφελος τόσο περισσότερη δύναμη έχει κανείς να απολαμβάνει την ευημερία μιας κοινωνίας. Αυτό δείχνει και την ανταποδοτικότητα της φορολόγησης του πλούτου στους ίδιους τους πλουσίους.
* Ο Θανάσης Μακρής είναι εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων
Γιατί άραγε υποστηρίζουν τη φορολόγηση του πλούτου οι Οικολόγοι;
Γιατί η φορολόγηση του πλούτου έχει ισχυρή περιβαλλοντική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική διάσταση. Στο πρώτο μέρος θα περιγράψω την περιβαλλοντική και πολιτική διάσταση ενώ στο δεύτερο την οικονομική και κοινωνική για να καταλήξω στο γιατί η φορολόγηση του πλούτου είναι ανταποδοτική και στους πλούσιους.
Η ισχυρή περιβαλλοντική διάσταση της φορολόγησης του πλούτου
Ο πλούτος συνδέεται τόσο με την κλιματική αλλαγή όσο και με τη ρύπανση του περιβάλλοντος και την εξάντληση των φυσικών πόρων. Τόσο οι πλούσιες κοινωνίες, όσο και οι πλούσιοι μέσα στις κοινωνίες, συμβάλλουν με συντριπτικά πολλαπλάσιο ρυθμό στην περιβαλλοντική υποβάθμιση μέσα από την πρωτογενή και δευτερογενή κατανάλωση ενέργειας, αγαθών και πόρων ταυτόχρονα κι έτσι η κατανάλωση, ως συνάρτηση του πλούτου, γίνεται ένας από τους βασικούς ενόχους για τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Για παράδειγμα, οι πλούσιοι όχι μόνο έχουν περισσότερα, μεγαλύτερα, πιο ενεργοβόρα αυτοκίνητα, σπίτια, ταξίδια, τρόπους ψυχαγωγίας, αλλά και περισσότερη καθημερινή - και πολυτελή - αγορά προϊόντων, άρα και πολύ περισσότερα σκουπίδια, καυσαέρια και απόβλητα.
Από την άλλη, ο ίδιος ο πλούτος είναι αποτέλεσμα παραγωγικών διαδικασιών προϊόντων και εκμετάλλευσης φυσικών πόρων που αποτελούν την κύρια πηγή του περιβαλλοντικού προβλήματος. Δηλαδή στη βιομηχανική παραγωγική διαδικασία καταναλώνονται ως πρώτες ύλες αλλά και για συσκευασία ενέργεια, νερό, ορυκτά καύσιμα, δάση και άλλοι φυσικοί πόροι και επιπλέον παράγονται ρύποι σε νερά, αέρα, εδάφη, οικοσυστήματα και τροφική αλυσίδα. Η ρύπανση συνεχίζεται και στη διάρκεια ζωής των προϊόντων, όπως πχ από τη συσκευασία ενός αφρόλουτρου, την ενέργεια που καταναλώνει ένα κλιματιστικό, μια μπαταρία μετά τη χρήση, τον καπνό, τη γόπα ενός τσιγάρου, το καυσαέριο ενός αυτοκινήτου και δυστυχώς από μια σειρά τέτοιων ενδεικτικών παραδειγμάτων. Αν δούμε και τους άλλους τομείς που δίνουν πλούτο στις επιχειρήσεις στο χώρο των υπηρεσιών, όπως οι μεταφορικές εταιρείες και οι εταιρείες ηλεκτρισμού, που έχουν μεγάλη συμβολή στη ρύπανση του περιβάλλοντος και στην κατανάλωση ενεργειακών μη ανανεώσιμων πόρων, θα κατανοήσουμε ότι η δημιουργία του πλούτου άμεσα ή έμμεσα, πρωτογενώς ή δευτερογενώς, συνδέεται σε σημαντικό βαθμό με την καταστροφή ή έστω την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Για παράδειγμα, είναι τεκμηριωμένο από διεθνείς οργανισμούς ότι το 80% της κλιματικής αλλαγής οφείλεται στους 25% πιο πλούσιους αυτού του πλανήτη.
Τέλος, ο πλούτος δημιουργεί ένα πρότυπο ζωής και κατανάλωσης στην κοινωνία και τις κοινωνίες σύμφωνα με το οποίο ο καθένας έχει στόχο να γίνει πλούσιος σε υλικά αγαθά, όπως να αποκτήσει, δεύτερο, μεγαλύτερο, πιο γρήγορο πιο χλιδάτο, αυτοκίνητο, σπίτια, ταξίδια, ψυχαγωγία, που είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά στο περιβάλλον από την παραγωγή και τη χρήση ως και την απόρριψή τους. Και παρότι ο καπιταλισμός είναι πιο στενά συνδεδεμένος με τον πλούτο, οι σοσιαλιστικές κοινωνίες δεν ήταν λιγότερο επιβαρυντικές στο περιβάλλον, αφού παρά το χαμηλότερο βαθμό κατανάλωσης κι έτσι τη μικρότερη ατομική συμβολή στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, στον τομέα κυρίως της παραγωγής το οικολογικό αποτύπωμά τους ήταν βαρύ.
Φυσικά, ακόμα και αν με το πρασίνισμα της οικονομίας η συμβολή του πλούτου έπαυε να είναι ένας ρυθμιστικός παράγοντας του οικολογικού προβλήματος, οι Οικολόγοι Πράσινοι θα ζητούσαν τη φορολόγησή του γιατί η περιβαλλοντική βιωσιμότητα δεν είναι εφικτή χωρίς την κοινωνική, οικονομική και πολιτική βιωσιμότητα.
Η πολιτική διάσταση της φορολόγησης του πλούτου
Η φορολόγηση του πλούτου αποτελεί τόσο δείκτη διαφάνειας και ουσιαστικής λειτουργίας της δημοκρατίας όσο και ενισχυτικό παράγοντά τους, καθώς με αυτή αποδυναμώνεται ο πολιτικός έλεγχος από τους οικονομικά ισχυρούς.
Η μη φορολόγηση των πλουσίων και η ύπαρξη «νόμιμων παράθυρων» για φοροαποφυγή, αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα της δυνατότητας άσκησης πίεσης και ουσιαστικά εκβιασμού λίγων ισχυρών έναντι των πολλών. Είτε γίνεται με την επιλεκτική εφαρμογή των νόμων και των πολιτικών, δηλαδή σε παράβαση, μη τήρηση ή πλημμελή τήρηση των νόμων (πχ λίστα Λαγκάρντ, πλημμελή έλεγχο), ή δεν υιοθετούνται υποτίθεται λόγω τεχνικών αδυναμιών (όπως η μη εφαρμογή ενιαίου φόρου ακινήτων επί περιουσιολογίου, συνεχίζοντας το χαράτσι λόγω μη τεχνικής ετοιμότητας), είτε γίνονται ανεκτά σχήματα φοροδιαφυγής όπως οι υπεράκτιες εταιρίες χωρίς αντιμετώπιση, είτε νομοθετικά προστατεύεται με απόρρητα και ασυλίες. Αλλά κυρίως με την ανυπαρξία σωρρευτικού προοδευτικού φόρου επί του πλούτου αυτού καθεαυτού.
Ακριβώς λοιπόν η δύναμη που διαθέτει ο πλούτος για διακριτική μεταχείριση από την εξουσία, πρέπει να περιορίζεται. Αυτός ο περιορισμός -ή μη- αποτελεί και δείκτη διαπλοκής με την πολιτική εξουσία και ελέγχου της τελευταίας. Η αναδιανομή του πλούτου δίνει την ευκαιρία στους πολίτες να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή στη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος μέσα από την παιδεία, την πληροφόρηση, την κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών λειτουργιών και των συμμετοχικών θεσμών.
Η φορολόγηση του πλούτου αποτελεί μια πράσινη πολιτική προτεραιότητα αιχμής για να σταματήσει άμεσα η άδικη υπερφορολόγηση με το αντικοινωνικό μέτρο του χαρατσιού στην εποχή της κρίσης.
H ανακατανομή του πλούτου βοηθάει στην αναζωογόνηση της οικονομίας, καθώς απεγκλωβίζει την ενεργητικότητα στην οικονομία και αναπαράγει την τοπική ζήτηση, ενισχύοντας την απασχόληση, το εισόδημα και την επιχειρηματικότητα μέσα από:
Τη μεγαλύτερη ροπή κατανάλωσης που έχουν τα χαμηλότερα εισοδηματικά νοικοκυριά σε σχέση με τα υψηλότερα. Δηλαδή τα φτωχότερα νοικοκυριά ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε σχέση με τα πιο εύρωστα νοικοκυριά που, ικανοποιώντας της βασικές ανάγκες έστω και με πιο πλούσιο τρόπο, έχουν περισσότερο αναλογικά περίσσευμα που αποταμιεύουν ή επενδύουν σε χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Τα χαμηλότερα εισοδηματικά νοικοκυριά ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε τοπικές συναλλαγές, τοπικές υπηρεσίες και τοπικά προϊόντα ενισχύοντας την τοπική οικονομία.
Η ανακατανομή του εισοδήματος από τους λίγους πλούσιους στους πολλούς φτωχούς όχι μόνο αυξάνει το εισόδημα που ξοδεύεται στην οικονομία, αλλά αυξάνει και τον αριθμό των συναλλαγών του κύκλου των χρημάτων πετυχαίνοντας μεγαλύτερη συνολική αύξηση εισοδήματος για την κοινωνία ανά κάθε μονάδα χρήματος της οικονομίας. Με απλά λόγια, περισσότεροι θα αγοράσουν ψωμί από περισσότερους φούρνους οι οποίοι με την σειρά τους θα αγοράσουν φρούτα από μανάβικα και αυτοί θα κουρευτούν και οι κουρείς θα απευθυνθούν σε ηλεκτρολόγους και αυτοί σε γιατρούς και αυτοί θα πάνε σε θέατρα και οι ηθοποιοί θα αγοράσουν ρούχα.
Η χρηματοδότηση από τη φορολόγηση δημοσίων αγαθών και υποδομών μειώνουν το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και αυξάνουν τις δυνατότητές τους. Για παράδειγμα: Η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση προσφέρει φθηνότερο και περισσότερο καλά εκπαιδευμένο προσωπικό. Το δημόσιο σύστημα υγείας προσφέρει μεγαλύτερη παραγωγικότητα των εργαζομένων και μειώνει το κόστος των επιχειρήσεων στην περίθαλψη των εργαζομένων. Τα μαζικά Μέσα Μεταφοράς μειώνουν το κόστος πρόσβασης για τους πελάτες και εργαζόμενους. Οι δρόμοι, τα τηλεπικοινωνιακά κλπ δίκτυα, η ύδρευση, η αποχέτευση κ.ο.κ μειώνουν το κόστος λειτουργίας και παραγωγής των επιχειρήσεων και αυξάνουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε πρώτες ύλες και αγορές. Η περιβαλλοντική προστασία θωρακίζει την ποιότητα των πρώτων υλών και βελτιώνει την ποιότητα και παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Το αναγκαίο ελάχιστο ύψος των κεφαλαίων για επιχειρηματικότητα το συγκεντρώνουν όλο και λιγότεροι όταν διευρύνεται η ψαλίδα πλούσιων φτωχών, με αποτέλεσμα λιγότερες επιχειρηματικές προσπάθειες. Ταυτόχρονα το άνοιγμα της ψαλίδας μειώνει την προσδοκώμενη μέση απόδοση/επιτυχία της επιχειρηματικότητας μειώνοντας περαιτέρω την επιχειρηματικότητα.
Το άνοιγμα της ψαλίδας πνίγει την οικονομική δραστηριότητα δημιουργώντας ανεργία, μείωση εισοδημάτων που δημιουργούν κοινωνικό περιβάλλον και ψυχολογία που δυσκολεύει την ενεργητικότητα της οικονομίας επιδεινώνοντας του όρους και προϋποθέσεις της οικονομικής δραστηριότητας.
Έτσι, η αναδιανομή του εισοδήματος από τους λίγους πλούσιους στους πολλούς φτωχότερους είναι ευεργετική για την οικονομία και βοηθάει στην ανατροφοδότηση του οικονομικού συστήματος και στη μείωση των κρίσεων μέσα σ' αυτό.
Η φορολόγηση του πλούτου αποτελεί σημαντική κοινωνική πολιτική συνοχής, καθώς όχι μόνο δίνει πόρους ώστε να ενισχύονται κοινωνικά αγαθά όπως η δημόσια παιδεία, υγεία, πρόνοια, μεταφορές κλπ, αλλά και με την ανακατανομή του εισοδήματος που επιτυγχάνει, συμβάλλει στην κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς ένα μέρος του κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους παραγωγής του πλούτου επιστρέφει στην κοινωνία.
Η κοινωνική διάσταση της φορολόγησης του πλούτου
Η πολιτική οικολογία που έχει σαν στόχο τη βιώσιμη ευημερία των ανθρώπων, αναγνωρίζοντας την αποφασιστικότητα της συμβολής του περιβάλλοντος και της οικολογικής ισορροπίας σε αυτήν, βιώνει και προτάσσει την οικολογική προτεραιότητα που συχνά μοιάζει είτε να επισκιάζει είτε να παραγνωρίζει την αφετηριακή κοινωνική διάσταση της πολιτικής οικολογίας. Δηλαδή με απλά λόγια, η κοινωνική βιωσιμότητα είναι ο πρώτος στόχος αναγκαίο μέρος της οποίας είναι και η οικολογική βιωσιμότητα. Οπότε και στην βάση της κοινωνικής βιωσιμότητας η φορολόγηση του πλούτου είναι πιο εύκολα κατανοητή πολιτική προτεραιότητα αιχμής, όχι μόνο τώρα στην εποχή της κρίσης.
Η φορολόγηση του πλούτου και η αναδιανομή του εισοδήματος εξυπηρετεί την ενίσχυση της απασχόλησης τόσο μέσα από την οικονομία με την αναζωογόνηση της, όσο και μέσα από τις δημόσιες επενδύσεις αλλά και τις επιδοτήσεις ενίσχυσης της τοπικής οικονομίας και της απασχόλησης. Με τη στήριξη της ανεργίας και των κοινωνικά αποκλεισμένων με επιδόματα και με δημόσια αγαθά, έχουμε σαφή ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Έτσι οι δημόσιες πολιτικές για την εκπαίδευση, υγεία, οικισμό, μεταφορές, πολιτισμό, πρόνοια, δικαιοσύνη, ασφάλεια και προστασία του περιβάλλοντος είναι πολιτικές που, στο βαθμό που προσανατολίζονται αποτελεσματικά και στους πιο αδύναμους στην κοινωνία, αποτελούν τους βασικούς μηχανισμούς κοινωνικής συνοχής, αλληλεγγύης και δικαιοσύνης.
Η κοινωνική συνοχή από μόνη της, αλλά και συνδυασμένα με τη περιβαλλοντική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική ευημερία, ωφελεί όλους στην κοινωνία και όσο μεγαλύτερο είναι το όφελος τόσο περισσότερη δύναμη έχει κανείς να απολαμβάνει την ευημερία μιας κοινωνίας. Αυτό δείχνει και την ανταποδοτικότητα της φορολόγησης του πλούτου στους ίδιους τους πλουσίους.
* Ο Θανάσης Μακρής είναι εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων