Του Γιώργου Μπλιώνη
Μπορεί να μην έγινε θέμα στον ελληνικό τύπο, ωστόσο το άρθρο της Διεθνούς Περιβαλλοντικής Οργάνωσης WWF με τίτλο “The financial crisis heralds the need for a deep ecological transition” («Η οικονομική κρίση προαναγγέλλει την ανάγκη για μια βαθιά οικολογική μεταστροφή») που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο New Europe πριν ένα μήνα, ήταν από πολλές απόψεις αξιοσημείωτο. Συνδύαζε την οικονομική με την περιβαλλοντική κρίση, ασκούσε κριτική στην οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση της Ελληνικής κρίσης, αλλά το σημαντικότερο ίσως ήταν ότι για πρώτη φορά διατύπωνε με τόση σαφήνεια την οπισθοχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε έναν τομέα που ως τώρα ήταν πρωτοπόρος, αυτόν της περιβαλλοντικής προστασίας.
Σύμφωνα με τους συντάκτες του κειμένου: «Από τον Μάιο του 2010, όταν
εγκρίθηκε το πρώτο πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα από το τρίο των δανειστών ΕΕ / ΔΝΤ / ΕΚΤ, η κρίση έχει εξαπλωθεί σε μεγάλα τμήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν και οι αιτίες και οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης διαφέρουν μεταξύ των χωρών, η συνταγή είναι ομοιόμορφη: λιτότητα και περικοπές του προϋπολογισμού, περιβαλλοντική απορρύθμιση, συρρίκνωση του τομέα της δημόσιας διοίκησης που ασχολείται με το περιβάλλον, πιέσεις στους μισθούς και το βιοτικό επίπεδο. Μεγαλύτερη έκπληξη, ωστόσο, αποτελεί η απροθυμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να τηρήσει τη δική της περιβαλλοντική νομοθεσία. Γιατί τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής που επιβάλλονται στις υπερχρεωμένες χώρες δεν επεξεργάζονται σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η Ευρωπαϊκή νομοθεσία για τη στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων; Οι πραγματικές επιπτώσεις τους στο φυσικό κεφάλαιο της Ευρώπης εξακολουθούν να ξεφύγουν από τα οικονομικά ραντάρ της Κομισιόν»!
Πρόκειται για μια συνταρακτική επισήμανση, η οποία σημειώνει μια ιστορική στροφή στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ουσιαστικά υποδηλώνει ότι η Ευρωπαϊκή πολιτική για το περιβάλλον δεν αναπτύσσεται σύμφωνα με κάποιες καλά εδραιωμένες πολιτικές και περιβαλλοντικές αξίες (ούτε καν τηρεί την ίδια την ευρωπαϊκή νομιμότητα!), αλλά εξαρτάται άμεσα από τις κυρίαρχες πολιτικές οικονομικής ανάπτυξης και φυσικά έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Εάν αυτές οι περιβαλλοντικές αξίες έρχονται σε σύγκρουση με τη γνωστή, βρώμικη και συγκεντρωτική ανάπτυξη που γνωρίσαμε τα μεταπολεμικά χρόνια και που παρά τη διαπίστωση των ορίων της και της αποτυχίας της, επιλέγεται και πάλι για την έξοδο από την κρίση που η ίδια δημιούργησε, αυτό δεν είναι ένα ζήτημα που φαίνεται να απασχολεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την παρούσα σύνθεσή της!
«Στην θλιβερή πραγματικότητα της εντεινόμενης οικονομικής κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η στυγνή εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος θεωρείται από τα πληττόμενα κράτη μέλη ως μια γρήγορη λύση, λύση για την ταχεία οικονομική ανάκαμψη. Μετά από δεκαετίες τεράστιων δαπανών σε ένα μη-βιώσιμο, μη-αειφόρο οικονομικό και αναπτυξιακό μοντέλο, η πολιτική απάντηση της ΕΕ είναι ουσιαστικά μια συνταγή για μια πολύ πιο βαθιά και μακροπρόθεσμη περιβαλλοντική κρίση». Δηλαδή, αυτό που διαπιστώνουν οι συντάκτες δεν είναι μια απλή αστοχία των κρατών-μελών που έχουν βρεθεί στη δίνη της οικονομικής κρίσης, υπό την πίεση του πανικού, αλλά η συνειδητή πίεση της ίδιας της Κομισιόν για περισσότερο στυγνή εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος, ως απάντηση για έξοδο από την κρίση! Πρόκειται δηλαδή για συνειδητή και ωμή κατεδάφιση του ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού κεκτημένου. Μπορεί αυτό να αφορά προς το παρόν περισσότερο τις υπό κρίση χώρες, αλλά όσο οι συνταγές της λιτότητας και της στυγνής περιβαλλοντικής εκμετάλλευσης γενικεύονται, υπό Γερμανική καθοδήγηση, τόσο θα γίνεται πιο αντιληπτός ο αμετάκλητος χαρακτήρας τους και στις υπόλοιπες χώρες και στο υπόλοιπο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα – ή σε ότι έχει απομείνει από αυτό.
Για την Ελλάδα, ωστόσο, το τίμημα είναι βαρύτατο. «Στην Ελλάδα, οι τομείς πολιτικής που έχουν επηρεαστεί πιο αρνητικά σχετίζονται με την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την περιβαλλοντική αδειοδότηση κατασκευαστικών και αναπτυξιακών έργων, όπως και με την προστασία δασικών και παράκτιων οικοσυστημάτων. Οι περικοπές του προϋπολογισμού και η πολιτική αδιαφορία έχουν προκαλέσει την κατάρρευση του εθνικού συστήματος προστατευόμενων περιοχών. Κανονιστική αβεβαιότητα και συνεχείς αλλαγές στις πολιτικές τιμολόγησης έχουν φέρει την βιομηχανία ανανεώσιμων μορφών ενέργειας σχεδόν σε εξαφάνιση. Έμφαση δίνεται τώρα σε "βρώμικα" έργα, όπως η έρευνα για κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ευρέως διαφημισμένη ως το μαύρο-χρυσό μέλλον της Ελλάδας, η περαιτέρω εκμετάλλευση άνθρακα και λιγνίτη και η εξόρυξη χρυσού. Πρόσφατα, το Υπουργείο Περιβάλλοντος κυκλοφόρησε ένα σχέδιο νόμου το οποίο αποχαρακτηρίζει τεράστιες εκτάσεις που καλύπτονται με μεσογειακά δάση, ανοίγοντας το δρόμο για μια αμφιλεγόμενη και εξαιρετικά επιζήμια μορφή ανάπτυξης σε πολύτιμες οικολογικά εκτάσεις».
Υπάρχει όμως κάποια εναλλακτική κατεύθυνση για την Ελλάδα και την Ευρώπη ή ζούμε στον αυταρχισμό της ανυπαρξίας επιλογής, της θατσερικής ΤΙΝΑ (There Is No Alternative), στην οποία έχουν ενδώσει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα; Η διαμόρφωση μιας κατάλληλης εναλλακτικής λύσης, τελικά, πιστεύω ότι θα είναι και το στοίχημα της γενιάς μας. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει μια πλήρως επεξεργασμένη αντιπρόταση. Η πανευρωπαϊκή αριστερά ψάχνεται μεταξύ των λαθών του παρελθόντος και νέων πολιτικών με τις οποίες δεν έχει εξοικειωθεί ακόμη. Η πρασινοκόκκινη κυβέρνηση της Ισλανδίας που προσπάθησε να βγάλει τη χώρα από την κρίση δοκίμασε ενδιαφέρουσες συνταγές, οι οποίες ωστόσο αποδοκιμάστηκαν από το Ισλανδικό εκλογικό σώμα. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί βαθιά μου πεποίθηση ότι καμιά πλέον προοπτική δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την περιβαλλοντική διάσταση.
Το άρθρο του WWF σκιαγραφεί κάποιες οικονομικές κατευθύνσεις που θα σέβονται το ελληνικό περιβάλλον. Έμφαση στην πρωτογενή παραγωγή, στον τουρισμό, στην ενέργεια και στη μεταποίηση, πάντα σε οικολογικές κατευθύνσεις, παράλληλα με την τήρηση περιβαλλοντικών στόχων και δεικτών και την αντιμετώπιση βασικών κοινωνικών ελλειμμάτων, όπως η θολή ή ελλιπώς εφαρμοζόμενη νομοθεσία, οι κοινωνικές ανισότητες, η έλλειψη κοινωνικής συμμετοχής στις αποφάσεις της διοίκησης, η διοικητική ανικανότητα, η αδιαφάνεια, η έλλειψη οράματος και νέων ιδεών. Αυτά όμως θα πρέπει να εφαρμοστούν σε ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο και όχι σε ένα περιβάλλον διαφορετικών εθνικών νομοθεσιών για τη φορολογία, τη φοροδιαφυγή, τη μετανάστευση, τους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές, αλλά και τεράστιων διαφορών οικονομικής ανταγωνιστικότητας, όπου οι πλεονασματικές χώρες μπορούν να πιέζουν ακόμη περισσότερο τις ελλειμματικές χώρες μέσω του υπέρογκου δανεισμού.
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν άλλες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη που να είναι διατεθειμένες να υποστηρίξουν με ικανοποιητική σαφήνεια μια οικολογική μετάβαση, πέρα από τα Πράσινα οικολογικά κόμματα. Η συμβολή τους στη διαμόρφωση κυβερνητικών προγραμμάτων με σαφείς τέτοιες προγραμματικές κατευθύνσεις διαθέτει ένα στοιχείο μοναδικότητας. Ωστόσο, οι Πράσινοι διαθέτουν και ένα άλλο στοιχείο που τους διακρίνει. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την πεποίθησή τους ότι η Ευρώπη και οι θεσμοί της δεν μπορούν να αφεθούν περισσότερο να παρακμάσουν, γιατί στη γωνία καραδοκεί ο ακροδεξιός εθνικιστικός αυταρχισμός. Αντίθετα, θα πρέπει με ανανεωμένο ενδιαφέρον να ξαναπροσπαθήσουμε ώστε η Ευρώπη να αποκτήσει το χαρακτήρα και τους δημοκρατικούς θεσμούς που αξίζουν στους πολίτες της, στα οράματα και στις θυσίες που έγιναν στο όνομά της.
* Ο Γ. Μπλιώνης είναι Διδάκτορας Βιολογίας/Οικολογίας και μέλος της Θεματικής Ομάδας για το Περιβάλλον των Οικολόγων Πράσινων
* Ο Γ. Μπλιώνης είναι Διδάκτορας Βιολογίας/Οικολογίας και μέλος της Θεματικής Ομάδας για το Περιβάλλον των Οικολόγων Πράσινων