4 Δεκ 2013

Η Ευρώπη και η ανταγωνιστικότητα

Της Ζωής Βροντίση και του Γιάννη Παρασκευόπουλου στο protagon.gr


Στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπου βιώνουμε την ασφυκτική πίεση των κυβερνήσεων του Βορρά για βίαιη προσαρμογή στη νεοκλασική οικονομική ορθοδοξία, αρκετές φορές αναρωτιόμαστε για τα βαθύτερα κίνητρα αυτής της πίεσης.
Μια πρώτη απάντηση βρίσκεται ίσως στα εθνικά στερεότυπα, που δυστυχώς κερδίζουν έδαφος σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες: «Η Ευρώπη μιλάει επιτέλους γερμανικά», είχε πει σε δημόσια ομιλία του πριν τις γερμανικές εκλογές ο κ. Kauder, επικεφαλής τότε της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών (CDU).
Ορθολογικότερη εξήγηση δίνει μια αναφορά του Martin Knapp, τ. Γενικού Διευθυντή του Ελληνογερμανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου: «ο ευρωπαϊκός Νότος πρέπει να αναγνωρίσει πως η Ευρώπη βρίσκεται σε έναν σκληρότατο ανταγωνισμό με άλλες ηπείρους, που παρουσιάζουν ευνοϊκότερες συνθήκες για επιχειρηματική δράση»


Η ανησυχία για την ανταγωνιστικότητα δε φαίνεται τελείως αβάσιμη. Εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ προβλέπουν ότι μεταξύ 2011 και 2030 το μερίδιο της Ε.Ε. στην παγκόσμια οικονομία θα συρρικνωθεί από 17% σε 12%. Ακόμη και για τη Γερμανία, τις επόμενες δεκαετίες αναμένεται ετήσια οικονομική μεγέθυνση της τάξης του 1,1% κατά μέσο όρο, πολύ χαμηλότερη από τα επίπεδα που οι συμβατικοί οικονομολόγοι θεωρούν απαραίτητα για σταθερή έστω απασχόληση στο σημερινό πλαίσιο της αγοράς εργασίας.

Για τα περισσότερα κέντρα αποφάσεων, «προφανής» απάντηση είναι η συμπίεση του εργασιακού κόστους, η περικοπή των δαπανών κοινωνικής συνοχής αλλά και η διάβρωση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας (εδώ καιεδώ), οδηγώντας έτσι σε εκτεταμένη ανακατανομή  «αμοιβής», από την εργασία και τους φυσικούς πόρους προς το κεφάλαιο. Η απάντηση όμως αυτή αδυνατεί να διακρίνει ότι, μακροπρόθεσμα, οι όροι που διαμορφώνουν την ανταγωνιστικότητα δεν είναι καθόλου δεδομένοι αλλά αποτελούν σε μεγάλο βαθμό πολιτικές επιλογές:

Οι σημερινοί κανόνες του διεθνούς εμπορίου, όπως διαμορφώθηκαν κυρίως από την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πρακτικά επικυρώνουν το κοινωνικό και περιβαλλοντικό ντάμπινγκ ως θεμιτό εμπορικό πλεονέκτημα, οδηγώντας αναπόδραστα και σε διάβρωση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Δύο δεκαετίες μετά, είναι πια ώρα να αποτιμηθούν οι επιπτώσεις τους και να ανασχεδιαστούν ώστε τουλάχιστον να μην υποσκάπτουν τις διεθνείς συμβάσεις για κοινωνικά, περιβαλλοντικά και εργασιακά ζητήματα. Στην κατεύθυνση αυτή, οι Πράσινοι έχουν πάρει κατά καιρούς σημαντικές πρωτοβουλίες αλλά χωρίς ανταπόκριση από τις άλλες πολιτικές ομάδες. Ο χρόνος όμως πιέζει: Σήμερα η Ευρώπη έχει ακόμη το οικονομικό βάρος να ηγηθεί σε μια τέτοια πρωτοβουλία με πιθανούς συμμάχους τη Λατινική Αμερική και τις χώρες της παλιάς «Σύμβασης Λομέ» (Αφρική, Καραϊβική, Ειρηνικός). Σε μερικά όμως χρόνια, οι παγκόσμιοι συσχετισμοί θα πιθανότατα είναι πολύ πιο αρνητικοί. Η Ευρώπη μπορεί εδώ να κάνει γενναία βήματα, «εξάγοντας» σε παγκόσμια κλίμακα το συγκριτικό της προβάδισμα στην προστασία του περιβάλλοντος και τα εργασιακά δικαιώματα, αντί να περιορίζεται στα κλασικά εργαλεία ντάμπινγκ (επιδοτήσεις εξαγωγών, φορολογικά κίνητρα, φθηνά δάνεια) όπως έκανε πρόσφατα με τους φωτοβολταϊκούς συλλέκτες από την Κίνα.
Το οικολογικό κόστος των μεταφορών αγνοείται σχεδόν παντελώς, επιτρέποντας έτσι τεχνητά τη μαζική μετακίνηση πρώτων υλών και βιομηχανικών προϊόντων στην άλλη άκρη του πλανήτη χωρίς σημαντική επιβάρυνση της τελικής τους τιμής. Η κηροζίνη των αεροπλάνων παραμένει το μόνο αφορολόγητο καύσιμο, ενώ το ναυτιλιακό μαζούτ διατηρεί σε όλες τις χώρες προνομιακή φορολογική μεταχείριση. Στις δεσμεύσεις της πρώτης περιόδου του Κιότο για το κλίμα, οι διεθνείς πτήσεις και ναυσιπλοΐα εξαιρούνται τελείως από το σύστημα ελέγχου των εκπομπών CO2 ενώ, και στις διαπραγματεύσεις για τη νέα περίοδο, ελάχιστη πρόοδος έχει σημειωθεί. Στο θέμα αυτό ακόμα και η ΕΕ έχει οπισθοχωρήσει, με αποτέλεσμα η ενσωμάτωση του εξωτερικού κόστους εκπομπών CO2 να περιορίζεται αποκλειστικά στις εντός ΕΕ πτήσεις, ενώ τα ναυτιλιακά λόμπυ φαίνεται να πετυχαίνουν τη διαρκή επ' αόριστον αναβολή της συμμετοχής τους στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών. Η Ευρώπη απομακρύνεται έτσι από το συγκριτικό πλεονέκτημα (first mover advantage) της σχετικής καινοτομίας και μετάβασης σε αποδοτικές τεχνολογίες μεταφορών, με χαμηλότερη κατανάλωση καυσίμου αλλά και μικρότερο συνολικό κοινωνικό κόστος.
Η νομισματική πολιτική του σκληρού ευρώ, ιδιαίτερα σε εποχές ύφεσης, υποσκάπτει την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα πολύ περισσότερο από ό,τι η υποτιθέμενη «καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων» στη Μεσογειακή Ευρώπη. Η επιδίωξη μηδενικού σχεδόν πληθωρισμού ενισχύει μεν την ανάδειξη του ευρώ σε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, παράλληλα όμως διαβρώνει συνολικά την ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης και καταδικάζει σε επιπρόσθετη ασφυξία τις ασθενέστερες οικονομίες της. Μόνο η αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στη σταθερότητα των τιμών και στην ανάγκη για συγκράτηση της ανεργίας, μπορεί να βάλει τέλος σε μια τέτοια επικίνδυνη πολυτέλεια.
Η αδυναμία της ΕΕ να πετύχει τον στόχο του 3% του ΑΕΠ της για επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη νέων τεχνολογιών απομακρύνει την επίτευξη ενός σημαντικού συγκριτικού πλεονεκτήματος παγκοσμίως που θα βελτιώσει την ποιότητα και την απόδοση του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σε τομείς προηγμένης τεχνολογίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται, κοντόφθαλμα, να προσδοκά την εξασφάλιση μιας δικής της «μικρής Κίνας» εντός ΕΕ για σίγουρη πρόσβαση σε φτηνό εργατικό δυναμικό, φαίνεται να ξεχνάει τα οφέλη από το αποδοτικό και προηγμένο κεφάλαιο, από τους ανανεώσιμους πόρους, από τα προηγμένα υλικά. Η συζήτηση έτσι για την ανταγωνιστικότητα γίνεται τουλάχιστον μυωπική, καθώς αποκόπτεται από το συνολικότερο διάλογο για τη μακροπρόθεσμη διαμόρφωση του οικονομικού και διεθνοπολιτικού περιβάλλοντος που καθορίζει τους όρους του ανταγωνισμού.

Μέχρι τώρα συντηρητικοί, σοσιαλιστές και φιλελεύθεροι επιμένουν πάντως σε αυτήν ακριβώς τη επικίνδυνη περιοριστική προσέγγιση, ενώ η Αριστερά αποφεύγει κάθε συζήτηση για την ανταγωνιστικότητα θεωρώντας την προνομιακή ατζέντα των αντιπάλων της και αφορίζοντας ουσιαστικά την ίδια την έννοια.

Οι Πράσινοι είναι η μόνη πολιτική δύναμη που θέτει τα ζητήματα αυτά από την πρώτη στιγμή νηφάλια και με ανοιχτό μυαλό, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποσυνδέσει την ευημερία από μια ανάπτυξη που φθάνει ήδη σε αδιέξοδο: η κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση κάθε κοινωνίας, όχι έπαθλο οικονομικής επιτυχίας, αποκλειστικά για όσους διατηρούν ή ενισχύουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Η επιδίωξη ή διατήρηση του τελευταίου, δικαιώνεται μόνο όταν αυτό αποδεικνύεται συμβατό με τη συνολικότερη προαγωγή της βιωσιμότητας.

Στην κρίσιμη καμπή που βρίσκεται σήμερα η Ευρώπη, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τα πάντα από την αρχή, χωρίς δόγματα και δεισιδαιμονίες. Δεν αρκεί να έχουμε απλώς τις σωστές προτάσεις: χρειάζεται να αναβαθμίσουμε την προτεραιότητα που τους δίνουμε, να τις αναδείξουμε ως κρίσιμες απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η «άλλη πλευρά», και να τις συνδέσουμε με τη συνολικότερη ατζέντα της ευρωπαϊκής πολιτικής και της εκστρατείας των ευρωεκλογών.

Γιατί οι απαντήσεις επείγουν, και η ώρα να αλλάξουμε την Ευρώπη, είναι τώρα.

*Η Ζωή Βροντίση είναι εκπρόσωπος των Οικολόγων Πράσινων στο Ευρ. Πράσινο Κόμμα και ο Γιάννης Παρασκευόπουλος είναι πρώην εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων