27 Φεβ 2009

Για την έκφραση ενός ριζοσπαστικού
αλλά ήπιου λόγου από τους Οικολόγους Πράσινους

Του Γιώργου Μπλιώνη (Διδάκτορα. Οικολογίας)

Το κόμμα των Οικολόγων Πράσινων από την ίδρυσή του είχε έντονα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν ένα κόμμα απλού και επιφανειακού περιβαλλοντισμού. Αν και ο λόγος του για τη φύση και το περιβάλλον ήταν κυρίαρχος και κομβικός ήθελε να ξεπεράσει την ανεπάρκεια πολιτικής πίεσης του περιβαλλοντικού κινήματος και να εκφράσει το γενικευμένο λόγο μιας κοινωνικά ευαίσθητης οικολογικής προσέγγισης. Έτσι, στις βασικές αρχές του, πέρα από την προστασία του περιβάλλοντος, περιλαμβάνονταν και η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η εμβάθυνση της δημοκρατίας σε πιο συμμετοχικές κατευθύνσεις, η ειρηνιστική και μη-βίαιη προσέγγιση στις προσωπικές, κοινωνικές και διεθνείς σχέσεις, η κοινωνική δικαιοσύνη.

Από την αρχή ήταν ξεκάθαρο ότι τοποθετούνταν υπέρ των συλλογικών λύσεων και όχι υπέρ μιας ατομικής (και ατομικιστικής) νεοφιλελεύθερης προσέγγισης. Επίσης, ήταν ισχυρή η πεποίθηση ότι βασικό κριτήριο πάντων (και της προστασίας του περιβάλλοντος) δεν είναι η χρηματική (ανταλλακτική) αξία, αλλά η αξία που προσδίδουμε εμείς, οι ανθρώπινες κοινωνίες, σε πράγματα και (κοινωνικές και περιβαλλοντικές) διαδικασίες. Γι' αυτό και υπήρχε έκδηλη συμφωνία με το σύνθημα "οι άνθρωποι (και το περιβάλλον) πάνω από τα κέρδη" και συμμετοχή στις πρωτοβουλίες και διαδηλώσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των πολυεθνικών και της ασύδοτης καπιταλιστικής καταλήστευσης του πλανήτη.

Ευδιάκριτες ήταν επίσης οι αντιρατσιστικές και αντιεθνικιστικές προσεγγίσεις. Παρούσες ήταν και οι αντιαυταρχικές απόψεις, πολύτιμες για την υπεράσπιση της ελευθερίας. Ιδιαίτερα στα πλαίσια της εκπαίδευσης, της ομοσπονδιακής αντι-ιεραρχικής οργάνωσης, της δικτύωσης τοπικών παραγωγών (π.χ. βιολογικών προϊόντων, οι οποίοι κινδυνεύουν να γίνουν βορά των διατροφικών πολυεθνικών), της οργάνωσης οικο-κοινοτήτων, νομίζω ότι παρέχουν ενδιαφέρουσες προοπτικές.

Για την οικονομία πάντα οι Οικολόγοι Πράσινοι στόχευαν σε έναν άλλο δρόμο πέραν του κρατισμού και της ασύδοτης αγοράς. Τους ενδιέφερε έντονα η κοινωνική οικονομία και η έμφαση στην τοπική διάσταση και τη μικρή κλίμακα. Μια ιδιαίτερη ριζοσπαστική άποψη που εκφράστηκε εντός τους ήταν ότι το μέλλον της δημοκρατικής πολιτικής έγκειται πλέον στην αποδυνάμωση (και με νομοθετικά μέσα) των μεγάλων και πολυεθνικών επιχειρήσεων (και των τραπεζικών περιλαμβανομένων), οι οποίες συχνά λειτουργούν και σαν μικρές δικτατορίες και στην ενδυνάμωση, αυτοοργάνωση και δικτύωση των μικρών παραγωγών. Πολλοί εντός των Οικολόγων Πράσινων χρησιμοποιούσαν τον όρο αειφορική ανάπτυξη με επιφύλαξη, κυρίως επειδή είχε αναπτυχθεί μια έντονη κριτική στην έννοια της ανάπτυξης και του συνεπαγόμενου καταναλωτισμού από το οικολογικό κίνημα. Ασκούσαν κριτική στον παραγωγισμό και άκουγαν με ενδιαφέρον τις συζητήσεις περί από-ανάπτυξης ή περί πρωτοβουλιών όπως οι ανταλλαγές αγαθών χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος.

Ωστόσο, ως κόμμα ήθελαν οι θέσεις τους να χαρακτηρίζονται από μετριοπάθεια και όχι ακρότητα. Προσπαθούσαν να συνδυάσουν γόνιμα το ρεαλισμό με το ουτοπικό στοιχείο της πολιτικής οικολογίας και δεν περίμεναν την... επανάσταση ή... το λιώσιμο των πάγων για να αρχίσουν να αλλάζουν τις συνειδήσεις και τις πρακτικές τις δικές τους και των διπλανών τους. Γι’ αυτό και δεν δίστασαν να εμπλακούν σε εκλογικές διαδικασίες και να ζητήσουν την εκλογή αντιπροσώπων τους στην Ελληνική Βουλή και το Ευρωκοινοβούλιο. Είναι επείγον να ληφθούν μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος που να υποστηρίζονται από ευρείες πλειοψηφίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, όπως επίσης και μέτρα για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την αντιμετώπιση της διαφθοράς, ώστε να μπορέσουν να υιοθετηθούν απαραίτητες για την κοινωνία αλλαγές. Είναι εμφανές ότι ως κόμμα προσπαθούν να ισορροπήσουν σε δυο βάρκες, την κοινοβουλευτική και την κινηματική. Πολλοί άλλωστε τους αποκαλούν «κόμμα ακτιβιστών».

Οι Οικολόγοι Πράσινοι παρέμειναν στην οικογένεια των Ευρωπαίων Πράσινων αν και δεν συμφωνούσαν πάντα με επιλογές τους ή με επιλογές επιμέρους εθνικών Πράσινων Κομμάτων. Ένιωθαν ικανοποίηση για τον πλουραλισμό απόψεων που επικρατεί εντός του Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος και ήθελαν να εκφράσουν το δικό τους ιδιαίτερο πολιτικό χαρακτήρα. Μοιράζονταν τη φιλευρωπαϊκή τους διάθεση, αν και η κριτική τους στάση (ιδιαίτερα απέναντι στις επιλογές των ευρωπαϊκών ελίτ) ήταν πιο έντονη. Η εκλογή τους στην Ευρωβουλή θα τους επιτρέψει να συναντήσουν και να συνδιαμορφώσουν τα ευρωπαϊκά πράσινα ρεύματα.

Επίσης, ήθελαν να προωθήσουν έναν ειρηνικό, μη βίαιο και ήπιο πολιτισμό στις προσωπικές, κοινωνικές και διεθνείς σχέσεις. Εδώ ίσως υπήρξαν παραφωνίες, με ορισμένους φίλους που υιοθετούν εριστικές και ακραίες συμπεριφορές, απόλυτες θέσεις, έλλειψη διαλλακτικότητας, προσωπικές αντεγκλήσεις χωρίς πολιτική ουσία και περιεχόμενο, ακόμη και σε συνέδρια του κόμματος. Καλό θα ήταν να μην επαναληφθούν φαινόμενα «αρχέγονου φατριασμού», όπως στους Οικολόγους Εναλλακτικούς και γι’ αυτό η οργανωμένη επεξεργασία θέσεων και η έκφρασή τους θα πρέπει να ακολουθήσει πολιτισμένες, ήπιες και επεξεργασμένες κατευθύνσεις για να μην εξελιχθεί σε διαλυτικές αντεγκλήσεις χωρίς νόημα. Χρειάζεται ψυχραιμία και σεβασμό στις δημοκρατικές διαδικασίες για να υπάρχει ενότητα απέναντι σε δύσκολες επιλογές και ενδεχόμενα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που προκηρυχθούν εθνικές εκλογές και εκλεγούν Πράσινοι βουλευτές.

Όσο αναπτύσσεται ο πολιτικός διάλογος εντός των Οικολόγων Πράσινων, τόσο θα εκφράζονται και διαφοροποιημένες πολιτικές στάσεις. Στάσεις που προσεγγίζουν τον οικο-φιλελευθερισμό, τον οικολογικό εκσυγχρονισμό, τον οικο-σοσιαλισμό, την κοινωνική οικολογία, ακόμη και τη βαθιά οικολογία. Γι’ αυτό ο διάλογος πρέπει να είναι οργανωμένος, αλλά και να λαμβάνει υπόψη την ήδη διαμορφωμένη πολιτική εικόνα, χωρίς να επιδιώκει να αρχίσει τη συζήτηση από το μηδέν, χωρίς να θέλει να ιδρύσει ένα άλλο κόμμα. Η ηπιότητα, η ομοφωνία και η προσπάθεια για μια κοινή συνισταμένη απόψεων δεν πρέπει να θολώνουν, να απονευρώνουν και να ακυρώνουν τις βασικές πολιτικές τοποθετήσεις.

Υπάρχουν και εντός των Οικολόγων Πράσινων πολλά στελέχη που προέρχονται από την αριστερά (ακόμη και την ελευθεριακή) ή ο λόγος τους περιλαμβάνει και αριστερά χαρακτηριστικά. Αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, αλλά κάτι που εμπλουτίζει και ενισχύει την πολιτική επιχειρηματολογία. Από τη δεκαετία του ’60 άλλωστε και την εμφάνισή του το οικολογικό κίνημα είχε εκλεκτικές συγγένειες με το χώρο της αριστεράς. Όχι βέβαια τη δογματική, σταλινική, μαοϊκή και ευεπίφορη στη βία αριστερά, αλλά εκείνη τη μη βίαιη κριτική αριστερά των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Χρειαζόμαστε σεβασμό και αυτών των απόψεων, όταν βέβαια αναπτύσσονται με σοβαρότητα και ηπιότητα, ιδιαίτερα σήμερα, σε μια εποχή κρίσης, φτώχειας, ανεργίας και καταπάτησης των εργασιακών δικαιωμάτων. Χρειαζόμαστε σεβασμό όσων διαφωνούν με τη θέση που έχουν εκφράσει ορισμένα στελέχη μας ότι «δεν έχουμε καμιά σχέση με την αριστερά». Κατά το παρελθόν υπήρξαν συνεργασίες πολλές φορές (σε δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, σε τοπικές πρωτοβουλίες κατοίκων, σε κινήματα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση) με οργανώσεις και πολιτικούς χώρους της αριστεράς και ελπίζω να υπάρξουν και στο μέλλον.

Καταλήγω θεωρώντας ότι στη συγκεκριμένη φάση, αυτό που χρειάζεται ο χώρος της πολιτικής οικολογίας στη χώρα μας, αφού φαίνεται ότι καταφέρνει να οικοδομήσει τους όρους της δικής του αυτονομίας, είναι να αναπτύξει και να εμβαθύνει τον πολιτικό διάλογο εντός του (με τη συγκρότηση πραγματικών πολιτικών και όχι παρεϊστικων τάσεων), να διασαφηνίσει πολιτικές θέσεις και στόχους ενισχύοντας το πολιτικό του στίγμα, να οργανωθεί καλύτερα, να αναπτύξει δράσεις σε επίπεδο κοινωνίας και αυτοδιοίκησης, να συζητήσει με πιο γερές βάσεις και με ανανεωμένη αυτοπεποίθηση με άλλες πολιτικές δυνάμεις.